στελεχώνω

στελεχώνω
στελεχῶ, -όω, ΝΑ [στέλεχος]
νεοελλ.
επανδρώνω οργάνωση, οργανισμό ή επιχείρηση με τα απαραίτητα για τη λειτουργία τους στελέχη
αρχ.
1. σχηματίζω στέλεχος
2. οδηγώ σε πλήρη ανάπτυξη («οὐρανομήκεις ἀρετάς στελεχοῡν», Φίλ.)
3. παθ. στελεχοῡμαι, -όομαι
μεταβάλλομαι σε στέλεχος («πρὸς ὕψος αἰρομένων ἢ στελεχουμένων», Φίλ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • στελεχώνω — στελεχώνω, στελέχωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • στελεχώνω — στελέχωσα, στελεχώθηκα, στελεχωμένος, διορίζω τα στελέχη σε μια οργάνωση ή επιχείρηση: Στελέχωσε την επιχείρηση με εκλεκτούς ανθρώπους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στελέχωση — η, Ν [στελεχώνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού στελεχώνω 2. το σύνολο τών στελεχών μιας οργάνωσης, ενός οργανισμού, μιας επιχείρησης ή ενός κόμματος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”